- ἀμοιβέως
- ἀμοιβέω̆ς , ἀμοιβεύςexchangermasc gen sgἀμοιβεύςexchangermasc nom sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κιθαρωδώ — (ΑΜ κιθαρῳδῶ, έω) [κιθαρῳδός] παίζω κιθάρα και τραγουδώ συγχρόνως, είμαι κιθαρωδός* («Ζήνωνα εἰς θέατρον ἀνιόντα κιθαρῳδοῡντος Ἀμοιβέως», Πλούτ.) … Dictionary of Greek